Η δημοσίευση του Παγκόσμιου Άτλαντα Βιολογικής Γεωργίας 2024 βρήκε την Ελλάδα στη δεύτερη θέση σε αριθμό παραγωγών βιολογικών καλλιεργειών (58.691), με την Ιταλία να ηγείται με 82.593 παραγωγούς και τη Γαλλία να ακολουθεί στην τρίτη θέση με 58.413. Επιπλέον, η Ελλάδα εν έτει 2022 αποτέλεσε τον πέμπτο μεγαλύτερο καλλιεργητή βιολογικών προϊόντων στην Ευρώπη, με 9.248.530 στρέμματα. Οι εκτάσεις αυτές αντιπροσωπεύουν το 17,6% της καλλιεργούμενης έκτασης στη χώρα μας– και όλα αυτά πριν από την είσοδο χιλιάδων παραγωγών στη βιολογική γεωργία μέσω των Οικοσχημάτων το 2023. Πολλοί θα μιλάνε για μία εθνική επιτυχία, ένα τεράστιο κατόρθωμα. Είναι, όμως, έτσι;
Η αύξηση της καλλιεργούμενης έκτασης ενισχύθηκε, ως επί το πλείστον, από επιδοτήσεις, οι οποίες οδήγησαν έναν μεγάλο αριθμό παραγωγών να ενταχθεί σε μέτρα μετατροπής ή διατήρησης στη βιολογική γεωργία, με αποτέλεσμα να υπάρχει μεγάλη προσφορά για βιολογικά προϊόντα. Ωστόσο, η απουσία μέτρων για την αντίστοιχη ζήτηση βιολογικών προϊόντων οδήγησε στην παραγωγή αγροτικών προϊόντων που δεν έχουν σχέση με τη λιανική αγορά. Αυτό παρατηρείται και από τα μηνύματα που λαμβάνουμε στους επιτόπιους ελέγχους που διενεργούν οι επιθεωρητές μας στην TÜV HELLAS (TÜV NORD).
Δεν είναι τυχαίο ότι το μέγεθος της λιανικής αγοράς βιολογικών προϊόντων στην Ελλάδα βρίσκεται στα χαμηλότερα επίπεδα σε σύγκριση με τις υπόλοιπες χώρες της διευρυμένης Ευρώπης. Ειδικότερα, η λιανική αγορά βιολογικών προϊόντων στην Ελλάδα ήταν 66 εκατ. ευρώ, ενώ της Ιταλίας 3,66 δισ. ευρώ, της Γαλλίας 12,08 δισ. ευρώ και της Γερμανίας 15,3 δισ. ευρώ. Αυτό που έχει μεγαλύτερη σημασία, όμως, είναι το μερίδιο των βιολογικών προϊόντων στο σύνολο της λιανικής αγοράς τροφίμων. Σε αυτόν τον δείκτη, η Δανία έχει το μεγαλύτερο ποσοστό στον κόσμο, με το 12% της λιανικής αγοράς τροφίμων να προέρχεται από την αγορά βιολογικών προϊόντων, με συνολική αξία 2,2 δισ. ευρώ.
Επομένως, αν και παράγουμε βιολογικά προϊόντα, στην πραγματικότητα αυτά είτε διατίθενται ως μη βιολογικά είτε σε κάποιες περιπτώσεις δεν συγκομίζονται καθόλου, καθώς οι παραγωγοί τα συνέδεσαν με χαμηλής παραγωγικότητας αγροτεμάχια, με σκοπό να αποκομίσουν ένα πρόσθετο εισόδημα. Αυτό που επιζητούμε, επομένως, είναι η αύξηση της ζήτησης βιολογικών προϊόντων μέσα από την αύξηση του μεριδίου των βιολογικών προϊόντων στη λιανική αγορά. Τη σύνδεση, δηλαδή, των παραγωγών με τη λιανική αγορά. Ο στόχος της αύξησης της βιολογικής παραγωγής στο 25% των καλλιεργούμενων εκτάσεων το 2030 φαίνεται εφικτός, αλλά με ανύπαρκτη αποτελεσματικότητα στη βιολογική αγορά. Τι έκανε η Δανία, όμως, για να το πετύχει; Μπορούμε να ακολουθήσουμε το παράδειγμά της;
Οι Δανοί συνάδελφοί μας παρουσίασαν στην BIOFACH τις πολιτικές και τις καλές πρακτικές που υιοθέτησαν για να εξασφαλίσουν την εφαρμογή του σλόγκαν «Όλοι έχουν την οικονομική δυνατότητα να αγοράσουν βιολογικά» (αγγλ. “Everyone can afford to buy organic”) και να εξασφαλίσουν τη συνεχόμενη αύξηση των βιολογικών προϊόντων στη χώρα τους και, μάλιστα, με εθνικό κονδύλι, ύψους 50 εκατ. ευρώ. Το μοντέλο παρουσιάστηκε, επίσης, σε μέλη της ΕΕ και το 2023 υιοθετήθηκε από την πολιτική ηγεσία της Γερμανίας.
Τα μέτρα είχαν ως στόχο την αύξηση της ζήτησης βιολογικών προϊόντων από τις επιχειρήσεις στη λιανική αγορά και, στη συνέχεια, από τους καταναλωτές. Στον παρακάτω πίνακα παρατίθενται συνοπτικά ορισμένες δράσεις με τον αντίστοιχο στόχο τους.
ΔΡΑΣΕΙΣ | ΣΤΟΧΟΙ |
Έρευνα αγοράς σε εθνικό επίπεδο. | Ανάλυση καταναλωτικών προτιμήσεων, με σκοπό τη στόχευση σε προϊόντα και επιχειρήσεις που έχουν την υψηλότερη τάση για κατανάλωση. |
Σύνταξη προτύπου βιολογικών εστιατορίων (organic kitchen) σε τρεις βαθμίδες (εστιατόριο, fast food κ.λπ.). Αλλαγή των δημόσιων συμβάσεων τροφίμων (γεύματα σε σχολεία, εστιατόρια κ.λπ.), με σκοπό την υποχρεωτική υιοθέτηση ελάχιστου ποσοστού βιολογικών πρώτων υλών (π.χ. 10%). Συνεργασία με τα σούπερ μάρκετ, ώστε να αυξήσουν το ποσοστό των βιολογικών προϊόντων στα καταστήματά τους (σήμερα είναι στο 30%). Καμπάνιες και διαφημίσεις προώθησης βιολογικών προϊόντων. | Αύξηση αγοραστικού κοινού, ζήτησης και παρουσίασης στα καταστήματα λιανικής. «Στόχευση στη λιανική αγορά, εκεί βρίσκονται οι καταναλωτές» (αγγλ. “Focus on retail, that’s where consumers are”). |
Ενημέρωση των στόχων σε όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη. | Ενημέρωση, με σκοπό την επέκταση του ρόλου των επιχειρήσεων λιανικής, προάγοντας τη συνεργασία με μεταποιητές και παραγωγούς για να αυξηθεί η προσφορά τοπικών βιολογικών τροφίμων που έχουν ζήτηση από τους καταναλωτές. |
Δημιουργία Διεπαγγελματικής βιολογικών προϊόντων. Εκθέσεις και διοργανώσεις συγκέντρωσης παραγωγών με μεταποιητές και επιχειρήσεις λιανικής. | Σύνδεση των επιχειρήσεων λιανικής με παραγωγούς και μεταποιητές |
Οι παραπάνω δράσεις είναι ένα μέρος από τις πολιτικές που υιοθετήθηκαν και είχαν τη μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα. Σε κάθε περίπτωση, όμως, είναι φανερό ότι η αύξηση της προσφοράς με επιδοτήσεις (Μέτρο, Οικοσχήματα κ.λπ.) δεν σημαίνει ότι αυτόματα θα αυξηθεί και η ζήτηση και θα διασφαλισθούν η αειφορία και η βιωσιμότητα της βιολογικής αγοράς τροφίμων.
Είναι οι πολιτικές ενίσχυσης της ζήτησης αυτών των προϊόντων εκείνων που θα αυξήσουν την αποτελεσματικότητα των μέτρων προώθησης της βιολογικής παραγωγής και, με αυτόν τον τρόπο, τα εκατομμύρια που δίνονται από την πολιτεία θα έχουν αντίκτυπο στην ελληνική αγορά τροφίμων.
Από τα παραπάνω φαίνεται ότι η στόχευση για παροχή επιδοτήσεων, με σκοπό την αύξηση της παραγωγής, μπορεί να παραμένει βασική συνιστώσα, θα πρέπει όμως να συνδυαστεί με άλλες δράσεις τόνωσης της ζήτησης, αποσκοπώντας στην αύξηση του αποτυπώματος στην αγορά. Στο τέλος, οι πολιτικές βασίζονται στον στόχο για την αύξηση της κατανάλωσης και της εξίσωσης των τιμών με τα μη βιολογικά προϊόντα. Είναι μία ευκαιρία που δεν θα πρέπει να χαθεί στην ελληνική βιολογική αγορά. Είτε η τελευταία θα «βρει» τα βιολογικά τρόφιμα από άλλες χώρες (π.χ. Ιταλία), είτε θα αλλάξει το παραγωγικό μοντέλο και εκέινη θα βγει κερδισμένη από έναν κλάδο βαρυσήμαντης σημασίας για την ελληνική οικονομία και τους καταναλωτές στην Ελλάδα.