Γιατί οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας ήρθαν για να μείνουν

Σταύρος Τόγιας

Vice President Renewables

 

 

 

Μπορεί να υπάρχει μια σειρά από μύθους σχετικά, όμως τα δεδομένα είναι ξεκάθαρα και δεν επιδέχονται αμφισβήτησης:

Μύθος πρώτος: Οι ΑΠΕ δεν επαρκούν για να καλύψουν τις ενεργειακές ανάγκες του πλανήτη

Οι σημερινές συνολικές ετήσιες ενεργειακές ανάγκες του πλανήτη μας σύμφωνα με το Energy Information Administration, είναι της τάξεως των 160.000 terawatt-hours. Για λόγους σύγκρισης παρατίθεται και εκτίμηση της παραγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας που σύμφωνα με την ίδια βάση πληροφόρησης, εκτιμάται στη περιοχή των 25.000 terawatt-hours /y .

Επιχειρώντας μία προσέγγιση της απαιτούμενης επιφάνεια γης για την ανάπτυξη έργων ΑΠΕ (Φωτοβολταϊκών και Αιολικών) που θα κάλυπταν ενεργειακά τις απαιτήσεις του πλανήτη, διαπιστώνεται ότι η παραγωγή των συνολικών ετήσιων αναγκών ενέργειας δύναται να επιτευχθεί καλύπτοντας ένα εξαιρετικά μικρό ποσοστό της χερσαίας επιφάνειάς του, που είναι της τάξεως του 0,3 %, με χρήση των σήμερα υφιστάμενων τεχνολογιών ΑΠΕ που βεβαίως συνεχώς βελτιώνονται επιτυγχάνοντας καλύτερους βαθμούς απόδοσης. Είναι δηλαδή σαφές ότι η επιφάνεια γης δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση ανασταλτικό παράγοντα, είναι υπεραρκετή και δύναται να υπερκαλύψει με πάρα πολύ μεγάλα περιθώρια ασφάλειας τις υφιστάμενες ενεργειακές ανάγκες.

Είναι προφανές ότι εύλογα θα δημιουργηθεί το ερώτημα της εφικτότητας της παραγωγής της προαναφερθείσας ενέργειας ΑΠΕ. Στο ερώτημα αυτό απαντά το Ευρωπαϊκό think tank «Carbon Tracker”. Σύμφωνα με πρόσφατα δημοσιευθείσα μελέτη του, περί το 4,5 % της θεωρητικής δυναμικότητας ΑΠΕ είναι τεχνικά εφικτό ενώ το 40 % από αυτό το ποσοστό είναι και οικονομικά δυνατό με τη σημερινή διαθέσιμη τεχνολογία. Και πάλι όμως, το τεχνικά και οικονομικά διαθέσιμο ποσό ενέργειας από ΑΠΕ είναι εκατοντάδες φορές μεγαλύτερο από τις υφιστάμενες ενεργειακές ανάγκες μας, δηλαδή είναι «αστείρευτο» σε αντίθεση με τα ορυκτά καύσιμα που με σταδιακά  εξαντλούνται.

Μύθος δεύτερος: Η «πράσινη» ενέργεια είναι ακριβή μορφή ενέργειας

Η εξέλιξη της τεχνολογίας που βιώνουμε είναι αλματώδης. Αυτό είναι εύκολα κατανοητό αν αναλογισθεί κανείς τον χαρακτηριστικό τομέα των ηλεκτρονικών υπολογιστών και τα επιτεύγματα σε ταχύτητες επεξεργασίας και χωρητικότητες αποθήκευσης και την διαχρονική εξέλιξή τους. Αντίστοιχη εξέλιξη βιώνουμε και στις ΑΠΕ.  Οι ανεμογεννήτριες μεγάλωσαν, έγιναν πολύ πιο παραγωγικές και εύκολα μεταφερόμενες μειώνοντας τα κόστη των σχετικών επενδύσεων. Τα φωτοβολταϊκά panels παράγουν πλέον πολύ μεγαλύτερα ποσοστά ηλεκτρικής ανά μονάδας επιφάνειας ενώ το κόστος κατασκευής τους έχει μειωθεί σε επίπεδα που πριν από μερικά χρόνια φάνταζαν ουτοπικά.

Συγκεκριμένα και σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη του οίκου Lazard, το κόστος παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας σε παγκόσμιο επίπεδο από σύγχρονα onshore αιολικά πάρκα έχει πλέον διαμορφωθεί στο εύρος των 40 $/MWh και των φωτοβολταϊκών μεγάλης κλίμακας σε 37 $/ MWh. Αντίθετα, το κόστος παραγωγής από σύγχρονους συμβατικούς σταθμούς συνδυασμένου κύκλου με φυσικό αέριο ανέρχεται σε 58,5 $/MWh, από νέους σταθμούς άνθρακα σε 112 $/MWh και από νέους πυρηνικούς σε 163 $/MWh.

Τα ανωτέρω μεγέθη είναι χαρακτηριστικά των σύγχρονων τάσεων και αποτελούν σαφή ένδειξη των διαμορφούμενων τιμών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, δίνοντας ένα ξεκάθαρο προβάδισμα στις τεχνολογίες ΑΠΕ. Αξίζει σε αυτό το σημείο να επισημάνουμε ότι τα προαναφερθέντα μεγέθη επιβεβαιώθηκαν και στην πράξη πολύ πρόσφατα στη χώρα μας, ως αποτέλεσμα του τελευταίου διαγωνισμού της ΡΑΕ, όπου οι τιμές για τα φωτοβολταϊκά που «προκρίθηκαν» διαμορφώθηκαν στη περιοχή των 33 €/MWh.  

Από τα παραπάνω, φαίνεται ξεκάθαρα ότι και από οικονομικής πλευράς το μέλλον παραγωγής ενέργειας βρίσκεται στις ΑΠΕ, ενώ ο μύθος της ακριβής «πράσινης» ενέργειας καταρρίπτεται.

Μύθος τρίτος: Το μεγάλο όφελος από τις ΑΠΕ αφορά τις βιομηχανικές χώρες

Κατ’ αρχάς θα πρέπει να τονίσουμε ότι το κυρίαρχο όφελος των ΑΠΕ και της παραγωγής ενέργειας από αυτές αφορά  όλον τον πλανήτη και την ανθρώπινη ύπαρξη σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης λόγω του γνωστού κινδύνου και των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής και της σταδιακής αύξησης της θερμοκρασίας, ως συνέπεια της ευρείας χρήσης των ορυκτών καυσίμων.

Παρ’ όλα αυτά, εξετάζοντας διεξοδικά τις περιοχές που προσφέρονται λόγω της γεωμορφίας τους και των κλιματολογικών συνθηκών για τη παραγωγή ενέργειας από ΑΠΕ, διαπιστώνουμε την ύπαρξη μεγάλου δυναμικού σε περιοχές με χαμηλή βιομηχανική ανάπτυξη. Συγκεκριμένα η Αφρική κατέχει τα πρωτεία, ενώ ακολουθούν η Νότια Αμερική, ή Αυστραλία και τα κράτη που δεν εντάσσονται στον ΟΟΣΑ. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να αναφερθεί ότι κράτη όπως η Γερμανία, εξόχως βιομηχανικά, έχουν πολύ χαμηλούς δείκτες στον συγκεκριμένο τομέα (π.χ. μειωμένη ηλιοφάνεια) και αναμένεται να είναι από τους κύριους εισαγωγείς ενέργειας στο μέλλον. Είναι προφανές λοιπόν ότι από τη κατανομή αυτή τα κράτη που θα επωφεληθούν περισσότερο από τη παραγωγή ενέργειας από ΑΠΕ, είναι περιοχές που το έχουν ανάγκη τόσο από τη κοινωνική όσο και από την οικονομική οπτική γωνία. Βεβαίως δημιουργείται το ζήτημα της μεταφοράς της ενέργειας από τίς προαναφερθείσες περιοχές (Αφρική, Νότιος Αμερική, Αυστραλία κλπ) σε αυτές που παραδοσιακά κατατάσσονται στους μεγάλους καταναλωτές. Σε αυτό το σημείο οι τεχνολογικές εξελίξεις έρχονται να υποστηρίξουν το κενό αυτό. Οι εντατικές και μεγάλες προσπάθειες για την ανάπτυξη μεθόδων και δυνατοτήτων αποθήκευσης και μεταφοράς της ενέργειας, δείχνουν να σημειώνουν σημαντικές επιτυχίες. Το υδρογόνο και οι συναφείς τεχνολογίες δείχνουν να καλύπτουν τις επερχόμενες ανάγκες αποθήκευσης και μεταφοράς ακόμα και μέσω σταδιακών αναβαθμίσεων των υφιστάμενων υποδομών. Χαρακτηριστικό των εξελίξεων είναι ότι ήδη απονέμεται ο χαρακτηρισμός του «πράσινου» υδρογόνου εφ’ όσον αυτό παράγεται από ΑΠΕ, ενώ η Ευρώπη έχει αναγγείλει σειρά μέτρων και πρωτοβουλιών στη κατεύθυνση αυτή. Μέσω δε της πρωτοβουλίας «European Hydrogen Backbone” μελετάται η προοπτική ανάπτυξης ενός ευρωπαϊκού δικτύου 11.600 km μέχρι το 2030 για τη μεταφορά του καυσίμου αυτού. Τέλος, και προς επίρρωση των προαναφερθέντων, θα αναφέρουμε την ήδη εφαρμοζόμενη τεχνολογία του υδρογόνου για την αυτοκίνηση, την δημιουργία των πρώτων σταθμών ανεφοδιασμού με το καύσιμο αυτό ενώ η δρομολόγηση τραίνων με καύσιμο υδρογόνο ήδη αναγγέλθηκε στη Βόρεια Ευρώπη.

Μύθος τέταρτος: Οι ΑΠΕ είναι μόδα που θα περάσει

Οι πολέμιοι των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας εκτιμούν πως δεν είναι τίποτε παραπάνω από μια μόδα που θα φθίνει όπως συνέβη με την υδροηλεκτρική και την πυρηνική ενέργεια. Συνοψίζοντας όμως τους «μύθους» που ακούγονται και προηγουμένως αναλύθηκαν, θεωρούμε σαφές ότι για μία σειρά λόγων κάτι τέτοιο δεν πρόκειται να συμβεί. Ο πρώτος έχει να κάνει με το κόστος: οι ΑΠΕ είναι πλέον φθηνότερες από τα ορυκτά καύσιμα και θα συνεχίσουν να φθηναίνουν. Παράλληλα είναι αστείρευτες, σε αντίθεση με τα ορυκτά καύσιμα που τελειώνουν.  Ο δεύτερος έχει να κάνει με την αντιμετώπιση από την κοινή γνώμη: Η κλιματική αλλαγή και η ρύπανση παίζουν ολοένα και μεγαλύτερο ρόλο στην πολιτική ατζέντα. Και οι πολιτικοί που συντάσσονται υπέρ των ορυκτών καυσίμων εισπράττουν τη δυσαρέσκεια των ψηφοφόρων. Και ο τρίτος σχετίζεται με τα γεωπολιτικά δεδομένα:  το 80% του παγκόσμιου πληθυσμού ζει σε χώρες που εισάγουν ορυκτά καύσιμα. Και οι χώρες αυτές έχουν πλέον τη δυνατότητα να περιορίσουν ή ακόμη και να εξαλείψουν την εξάρτησή τους αυτή, ενώ παράλληλα, μαζί με την ενεργειακή τους ανεξαρτησία θα συμβάλλουν ενεργά στον στόχο της σωτηρίας του πλανήτη από την απειλή της κλιματικής αλλαγής.

Για όλους αυτούς τους λόγους, και έχοντας καταρρίψει τους μύθους, είναι ξεκάθαρο ότι οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας ήρθαν για να μείνουν. Και ειδικά για τη χώρα μας που έχει πολύ μεγάλες δυνατότητες λόγω των κλιματολογικών χαρακτηριστικών της αλλά και λόγω των ήδη προαναγγελθέντων επενδύσεων στον τομέα των υποδομών για την βελτιστοποίηση της εκμετάλλευσης των ΑΠΕ.